εκφοβώ

εκφοβώ
(ε) μετ. см. εκφοβίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκφοβώ" в других словарях:

  • εκφοβώ — ( έω) (AM ἐκφοβῶ) εκφοβίζω* …   Dictionary of Greek

  • ἐκφοβῶ — ἐκφοβέω alarm pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκφοβέω alarm pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκφοβέω alarm pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκφοβέω alarm pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφοβίζω — και εκφοβώ ( έω) (Α ἐκφοβῶ) κάνω κάποιον να φοβηθεί, προξενώ φόβο, τρομάζω, φοβίζω, φοβερίζω αρχ. παθ. ἐκφοβοῡμαι φοβούμαι πολύ, κατατρομάζω …   Dictionary of Greek

  • εκφόβηση — και εκφόβιση, η (AM ἐκφόβησις και ἐκφόβισις) η ενέργεια τού εκφοβώ*, φόβισμα, φοβέρισμα, εκφοβισμός, απειλή …   Dictionary of Greek

  • προεκφοβώ — έω, Α [ἐκφοβῶ] εκφοβίζω προηγουμένως, προκαλώ φόβο προηγουμένως σε κάποιον («τοὺς πολεμίους τῇ προδηλώσει προεκφοβοῡντες», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεκφοβώ — έω, Α [ἐκφοβῶ] εκφοβίζω επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»